αγορασιμιός

αγορασιμιός
-ά, -ό
αγοραστός*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά το Ιστ. Λεξ. Ακαδ. Αθ., από *ἀγορασιμαῖος
πρβλ. βαφτισιμιός, αναδεξιμιός κ.λπ. βλ. Χατζιδάκι στην «Αθηνά» 22, 1910, σ. 240 κ. Εξ.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”